- γνάφαλλον
- γνάπτω, γνάφαλλον, γναφεύςSee also: s. κνάπτω.Page in Frisk: 1,316
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
γνάφαλλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφάλλου — γνάφαλλον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφάλλων — γνάφαλλον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφαλλα — γνάφαλλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… … Dictionary of Greek
γναφάλλιο — το (AM γναφάλλιον) [γνάφαλλον] ονομασία τού φυτού Diotis maritima, το οποίο έχει χνούδι κατάλληλο για να γεμίζουν μαξιλάρια νεοελλ. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας τών προσωπανθών … Dictionary of Greek
γναφαλλίς — γναφαλλίς, η (Α) [γνάφαλλον] το γναφάλλιο … Dictionary of Greek
κνάφαλλον — κνάφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλλον … Dictionary of Greek