γνάφαλλον

γνάφαλλον
γνάπτω, γνάφαλλον, γναφεύς
See also: s. κνάπτω.
Page in Frisk: 1,316

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γνάφαλλον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναφάλλου — γνάφαλλον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναφάλλων — γνάφαλλον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφαλλα — γνάφαλλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …   Dictionary of Greek

  • γναφάλλιο — το (AM γναφάλλιον) [γνάφαλλον] ονομασία τού φυτού Diotis maritima, το οποίο έχει χνούδι κατάλληλο για να γεμίζουν μαξιλάρια νεοελλ. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας τών προσωπανθών …   Dictionary of Greek

  • γναφαλλίς — γναφαλλίς, η (Α) [γνάφαλλον] το γναφάλλιο …   Dictionary of Greek

  • κνάφαλλον — κνάφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”